- προβιώ
- -όω, Α1. ζω πριν από κάποιον ή πριν από συγκεκριμένη χρονική στιγμή2. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προβεβιωμέναη προηγούμενη ζωή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βιῶ «ζω» (< βίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβίωτος — ον, Μ [προβιῶ] (ιδίως για την ψυχή) αυτός που έχει προηγούμενη ύπαρξη, που προϋπήρξε … Dictionary of Greek